ἀνήκουστος — not to be heard masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανήκουστος — η, ο (AM ἀνήκουστος, ον) πρωτάκουστος, απίθανος, φοβερός αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί να ακουστεί 2. ενεργ. ο απρόθυμος να υπακούσει, ανυπάκουος 3. το ουδ. ως ουσ. το ανήκουστον παρακοή, απείθεια … Dictionary of Greek
ἀνηκούστως — ἀνήκουστος not to be heard adverbial ἀνήκουστος not to be heard masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκουστον — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem acc sg ἀνήκουστος not to be heard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστοις — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστου — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστους — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστων — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνηκούστῳ — ἀνήκουστος not to be heard masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνήκουστα — ἀνήκουστος not to be heard neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)